- φαρμακικός
- φαρμακικός, das φάρμακον betreffend, dazu gehörig
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
φαρμακικός — ή, όν, Μ [φάρμακον] ο σχετικός με το φάρμακο … Dictionary of Greek
φαρμακικά — φαρμακικός of neut nom/voc/acc pl φαρμακικά̱ , φαρμακικός of fem nom/voc/acc dual φαρμακικά̱ , φαρμακικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακικοί — φαρμακικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαρμακικῷ — φαρμακικός of masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση … Dictionary of Greek